- έκκειμαι
- (AM ἔκκειμαι)Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον»)αρχ.-μσν.πέφτω έξω, βρίσκομαι έξωαρχ.1. επιδεικνύω2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός4. είμαι κυρτός, προεξέχω5. είμαι εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη διάθεση κάποιου6. διατυπώνομαι με σαφήνεια7. καθορίζομαι, προσδιορίζομαιII. (μτχ. θηλ.) η εκκειμένηνεοελλ.φρ. «εκκειμένη κληρονομιά» — κληρονομιά για την οποία δεν εμφανίστηκε κληρονόμος ή εμφανίστηκε αλλά δεν αναγνωρίστηκε επίσημαII. επίρρ. ἐκκειμένωςμσν.φρ. «ἐκκειμένως... ἔχειν» — το να μιλάει κάποιος με παρρησία.
Dictionary of Greek. 2013.